αναφώνηση

αναφώνηση
Στη ρητορική ονομάζεται έτσι το σχήμα αψιθυμίας με το οποίο o ομιλητής εκφράζει διάφορα έντονα ψυχικά συναισθήματα (χαρά, λύπη, φόβος, οργή, προσδοκία κλπ.). Ο λόγος στην α. εκφέρεται ερωτηματικά ή θαυμαστικά με γρήγορη επανάληψη λέξεων ή φράσεων: «Μέχρι πότε χρημάτων έρωμεν;… Μέχρι τίνος ου λαμβάνομεν κόρον της απλήστου ταύτης επιθυμίας; Τι έχει καλόν το χρυσίον;...» (Χρυσόστομος).
* * *
η (Α ἀναφώνησις)
1. απαγγελία
2. κραυγή, ξεφωνητό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αναφώνηση — αναφώνηση, η και αναφώνημα, το δυνατή φωνή από πόνο, φόβο, έκπληξη κτλ.: Άκουσε την αναφώνηση κι έτρεξε να δει τι συμβαίνει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ήμαρτον — (AM ἥμαρτον) νεοελλ. (ως επιφών.) 1. έσφαλα, αναγνωρίζω το αμάρτημά μου, συγχώρεσέ με, έλεος 2. φρ. «ήμαρτον, Θεέ μου!» ή «ήμαρτον, Παναγία μου!» α) αναφώνηση ανθρώπου που βλαστήμησε ή σκέφθηκε κάτι κακό και μετανοεί β) επιφώνηση αγανάκτησης ή… …   Dictionary of Greek

  • δαίμονας — ο (θηλ. δαιμόνισσα, η) (AM δαίμων, ο Α θηλ. δαίμων, η και δαιμονίς, η) πονηρό πνεύμα, διάβολος νεοελλ. 1. (για ανθρώπους) έξυπνος αλλά καταχθόνιος 2. (σε αναφώνηση οργής ή εκπλήξεως) «τί δαίμονα!», «να πάρει ο δαίμονας!» 3. δαίμων ο αστέρας β τού …   Dictionary of Greek

  • είτα — (AM εἶτα, Α και ιων. τ. εἶτεν) έπειτα, ύστερα, μετά απ αυτά μσν. (με το και ως σύνδ.) έτσι και αρχ. 1. αμέσως τώρα, μετά από λίγο 2. (σε λογική ακολουθία σε ερώτηση ή αναφώνηση, οπότε εκφράζει απορία, έκπληξη, περιφρόνηση, αγανάκτηση κ.λπ.) και… …   Dictionary of Greek

  • εκφώνηση — η (AM ἐκφώνησις) εκκλ. ἐκφωνήσεις ύμνοι που εκφωνούνται στο τέλος μιας δεήσεως από τον αρχιερέα ή τον ιερέα στη διάρκεια τής λειτουργίας νεοελλ. 1. απαγγελία ή αναγγελία που γίνεται μεγαλόφωνα φρ. «εκφώνηση τών θεμάτων τών εξετάσεων» 2. (νομ.)… …   Dictionary of Greek

  • επιφώνηση — η (AM ἐπιφώνησις) [επιφωνώ] κραυγή, αναφώνηση, έκφραση αισθημάτων ή συναισθημάτων με επιφώνημα («επιφώνηση θαυμασμού, αποδοκιμασίας» κ.λπ.) μσν. 1. υπόσχεση καταβολής χρέους 2. έντονη παρατήρηση με δυνατές φωνές αρχ. 1. (ρητορ.) σχήμα λόγου κατά… …   Dictionary of Greek

  • ευράξ — εὐράξ (Α) επίρρ. 1. πλαγίως, στα πλάγια 2. φρ. «εὐράξ πατάξ» αναφώνηση, επιφώνημα προς εκδίωξη πτηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ευράξ (πρβλ. λαξ, οδάξ, παξ), συσχετίστηκε με τον τ. ευρύς*, εξ ου και η λ. ερμηνεύθηκε «εκ πλαγίου». Άλλοι τή θεωρούν ως… …   Dictionary of Greek

  • ευφήμησις — εὐφήμησις, ἡ (Μ) [ευφημώ] θριαμβευτική αναφώνηση, ζητωκραυγή …   Dictionary of Greek

  • θεός — Το υπέρτατο ον. Κατά τη θρησκευτική σκέψη είναι αιώνιο, δημιουργός και συντηρητής, πρώτη αιτία, άπειρη και μυστηριώδης, όλων όσα υπάρχουν. Στον πρωτόγονο άνθρωπο, η ιδέα του Θ. διαμορφώθηκε σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες, τα εμπόδια και τους… …   Dictionary of Greek

  • μεσύμνιον — μεσύμνιον, τὸ (Α) αναφώνηση στο μέσον στροφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + ὕμνος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”